Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

τρέχω με μεγάλη ταχύτητα

  • 1 мчаться

    Русско-греческий словарь > мчаться

  • 2 слышать

    -шу, -шишь
    ρ.δ.
    1. ακούω•

    слышать стук ακούω το χτύπο•

    слышать крик ακούω την κραυγή•

    я плохо -шу δεν ακούω καλά.

    2. πληροφορούμαι, μαθαίνω, ακούω.
    3. αισθάνομαι καταλαβαίνω•

    слышать запах αισθάνομαι τη μυρουδιά.

    || οσφραίνομαι, μυρίζω•

    собака -шит дичь το σκυλί • οσφραίνεται το θήραμα.

    εκφρ.
    ног (или земли) под собой не слышать – (απλ.)• α) πηλαλώ, τρέχω με αστραπιαία ταχύτητα, βγάζουν φωτιές τα πόδια μου, δεν πατώ καταγής, β) κουράζομαι υπερβολικά, μου κόβονται τα πόδια•
    не слыша ног (бежать) – τρέχω με μεγάλη ταχύτητα• (и) -шать не хочет ούτε ν' ακούσει δε θέλει (αρνείται κατηγορηματικά).
    1. ακούομαι•

    -ится шум ακούεται θόρυβος.

    2. αισθάνομαι, αντιλαμβάνομαι•

    -ится запах υπάρχει κάποια μυρουδιά, μυρίζει κάτι.

    Большой русско-греческий словарь > слышать

  • 3 идти

    иду, идшь; παρλθ. χρ. шёл, шла, шло; μτχ. παρλθ. χρ. шедший, επιρ. μτχ. идя κ. идучи
    ρ.δ.
    1. πηγαίνω, πορεύομαι, μεταβαίνω, βαδίζω πεζός•

    идти на цыпочках βαδίζω στα δάχτυλα•

    идти медленно βαδίζω αργά.

    || έρχομαι•

    я иду из библиотеки έρχομαι από τη βιβλιοθήκη.

    || τρέχω•

    иду с большой скоростью τρέχω με μεγάλη ταχύτητα.

    || κινούμαι, κατευθύνομαι•

    в магазин πηγαίνω στο μαγαζί.

    2. μτφ. μπαίνω (σε υπηρεσία, οργάνωση κ.τ.τ.)• иду в партию μπαίνω στο κόμμα (γίνομαι μέλος του κόμματος)•

    иду добровольцем πηγαίνω εθελοντής.

    3. επιτίθεμαι•

    на нас идёт неприятельское войско εναντίον μας έρχεται εχθρικό στράτευμα.

    || εναντιώνομαι, πηγαίνω αντίθετα•

    он против всех идёт αυτός εναντιώνεται σ όλους.

    4. εξελίσσομαι, αναπτύσσομαι•

    всё идёт к лучшему όλα πάνε στο καλύτερο.

    || (για φυτά) αναπτύσσομαι, βγάζω, κάνω•

    картофель идёт в ботву η πατάτα κάνει φύλλωμα•

    древо идёт в ствол το δέντρο κάνει κορμό•

    растение шло в корень το φυτό ρίζωσε.

    5. ακολουθώ, έπομαι, πηγαίνω κοντά.
    6. βγαίνω, εξέρχομαι, ρέω, τρέχω•

    дым идёт из печи καπνός βγαίνει από το φούρνο•

    из раны шёл гной από την πληγή έβγαινε πύο•

    у него кровь идёт из носу του πάει αίμα από τη μύτη.

    7. χρησιμοποιούμαι πηγαίνω κάνω•

    тряпь идёт на бумагу τα ράκη πάνε για χαρτί.

    8. πλησιάζω•

    весна идёт η άνοιξη έρχεται•

    сон идёт ο ύπνος έρχεται.

    9. δέχομαι είμαι διατεθημένος, κλίνω προς•

    идти на уговоры δέχομαι τις συστάσεις•

    идти на уступки κάνω υποχωρήσεις.

    || αβιέμαι, έλκομαι, αρέσκομαι.
    10. καταναλώνομαι, πουλιέμαι•

    костянная пуговица не идёт, предпочитают металлическую τα κοκκάλινακουμπιά δεν πουλιούνται, προτιμούνται τα μεταλλικά.

    11. χορηγούμαι, δίνομαι•

    ему идёт 125 рублей в месяц зарплаты του χορηγείται 125 ρούβλια μισθός το μήνα.

    || χρειάζομαι, απαιτούμαι•

    на костюм идёт три метра материи για το κουστούμι χρειάζονται τρία μέτρα ύφασμα.

    || διαδίδομαι•

    слух (ή молва) идёт φημολογείται•

    сплетни идут κουτσομπολεύεται.

    || εκτείνομαι, απλώνομαι, ξαπλώνομαι.
    12. λειτουργώ, εργάζομαι, δουλεύω•

    часы идут верно το ρολόι πάει καλά (σωστά)•

    мотбр идёт хорошо το μοτέρ δουλεύει καλά.

    13. (για βροχή, χιόνι, χαλάζι)•

    дождь идёт βρέχει•

    снег идёт χιονίζει.

    14. περνώ, διαβαίνω, παρέρχομαι•

    годы шли τα χρόνια περνούσαν•

    вторая неделя идёт с тех пор, как он умер πάει δεύτερη εβδομάδα που αυτός πέθανε•

    как-то время идёт! πως περνάει ο καιρός!•

    идёт 1982 год κυλάει το 1982 έτος•

    идёт ей четвёртый год αυτή διανύει το τέταρτο έτος.

    15. διεξάγομαι, γίνομαι, λαμβάνω χώραν•

    идут экзамены γίνονται εξετάσεις•

    идут приготовления к отъезду γίνονται ετοιμασίες για αναχώρηση•

    бой идёт γίνεται μάχη•

    идут переговоры διεξάγονται συνομιλίες.

    || (για θέαμα) παίζομαι•

    идёт новая пьеса παίζεται καινούριο θεατρικό έργο.

    16. χρησιμοποιούμαι, προορίζομαι•

    идёт на растопку κάνει για προσάναμμα.

    || ξοδεύομαι, δαπανώμαι•

    на книги идёт много денег στα βιβλία πάνε πολλά χρήματα.

    17. ταιριάζω, αρμόζω•

    ей очень идёт красный цвет αυτήν πολύ την πηγαίνει το κόκκινο χρώμα.

    18. ποδένομαι, χωρώ στο πόδι•

    сапог не идёт на ногу η μπότα δεν μπαίνει στο πόδι.

    || μπήγομαι•

    гвоздь не идёт в стену το καρφί δε μπαίνει στον τοίχο•

    нитка не идёт в иголку η κλωστή δε περνά στο βελόνι.

    19. (για γυναίκα) παντρεύομαι•

    иди за мени παντρέψου εμένα•

    она идёт замуж αυτή παντρεύεται.

    20. (στο παιγνίδι) βγαίνω•

    идти конём, козырем, с туза βγαίνω με άλογο, με ατού, με άσο.

    || (χαρτοπ.) είμαι τυχερός, μου έρχεται καλό χαρτί•

    карта ему не шла το χαρτί δεν τον πήγαινε.

    21. εισάγομαι•

    чай идёт с Индии το τσάι έρχεται από την Ινδία.

    22. προοδεύω (στην υπηρεσία ή στα μαθήματα)•

    ваш сын хорошо идёт по математике το παιδί σας καλά πάει στα μαθηματικά.

    23. τραβάω, πηγαίνω, βαδίζω•

    дело идёт к женитьбе η υπόθεση τραβάει για παντρειά•

    переговоры идут к концу οι συνομιλίες πηγαίνουν προς το τέλος.

    24. εκτείνομαι, ξαπλώνομαι•

    вправо шла горная цепь δεξιά εκτείνονταν οροσειρά•

    дорога идёт лесом ο δρόμος περνάει μέσα από το δάσος.

    || διαδίδομαι (για ήχο, φωνή κ.τ.τ.).
    25. (με την πρόθεση «В» σε αιτ. πτ. αποδίδεται με ρήμα που έχει τη σημασία του ουσ.) υτιόκειμαι πηγαίνω•

    идти в продажу πουλιέμαι•

    идти в обработку επεξεργάζομαι•

    идти в сравнение συγκρίνομαι•

    идти в починку διορθώνομαι•

    идти в счёт λογίζομαι, λογαριάζομαι || αρχίζω να κάνω κάτι•

    идти в пляс αρχίζω να χορεύω.

    26. (με την πρόθεση «на» και αιτ. πτ. αποδίδεται με ρήμα που έχει τη σημ. του ουσιαστικού)•

    температура идёт на понижение η θερμοκρασία πέφτει•

    дело идёт на лад η υπόθεση διευθετίζεται•

    идти на смену кому-н. αντικαθιστώ κάποιον.

    27. επιβεβαιωτική λέξη•

    идёт σύμφωνος, εν τάξει, καλά, ναι•

    едем? – идёт πάμε; – ναι•

    ну что же, идёт, что ли? λοιπόν σύμφωνος, τι λες;

    28. έχω σαν περιεχόμενο•

    у них шла речь о вчерашнем спектакле αυτοί μιλούσαν για τη χτεσινή θεατρική παράσταση•

    дело идёт о жизни или смерти πρόκειται περί ζωής ή θανάτου•

    о чём идёт речь? περί τίνος γίνεται λόγος,

    εκφρ.
    идти к делу – έχω σχέση, αφορώ•
    из головы (ή из ума) не идти – δε μου βγαίνει από το μυαλό, δεν ξεχνώ ούτε στιγμή (ещё) куда ни шло α) έστω, ας είναι, β) προφανώς, μαθές (дело) идёт к чему ή на что η υπόθεση κλίνει (γέρνει) προς•
    как дела (идут)? – πως πάνε οι δουλιές;

    Большой русско-греческий словарь > идти

  • 4 мчаться

    мчать||ся
    καλπάζω, τρέχω μέ μεγάλη ταχύτητα / σπεύδω (торопиться)/ περνώ (о времени):
    \мчатьсяся во весь опор τρέχω ἀκράτητος.

    Русско-новогреческий словарь > мчаться

  • 5 нестись

    -сусь, -сшься, παρλθ. χρ. несся, -слась, -слось, μτχ. παρλθ. χρ. нсшийся р δ.
    1. κινούμαι, φεύγω, τρέχω με μεγάλη ταχύτητα•

    всадник -сётся на конё ο καβαλάρης πιλαλάει στο άλογο•

    корабль -сётся по ветру το καράβι σχίζει γοργά τα νερά με ούριο άνεμο.

    || τρέχω γρήγορα. || (για ήχο, μυρουδιά) αναδίδομαι, εκπέμπομαι, διαχέομαι. || σκορπίζομαι στον αέρα ακούομαι•

    отовсюду -сутся радостные голоса από παντού έρχονται χαρούμενες φωνές.

    || μτφ. διαδίδομαι•

    -сутся слухи κυκλοφορούν φήμες.

    2. (για χρόνο) περνώ γρήγορα. || (για γεγονότα)• εξελίσσομαι γρήγορα.
    3. γεννώ αυγά, ωοτοκώ•

    курица -тся η κότα γεννάει.

    4. μεταφέρομαι, μετακομίζομαι, κουβαλιέμαι.

    Большой русско-греческий словарь > нестись

  • 6 лететь

    лечу, летишь
    ρ.δ.
    1. πετώ, ίπταμαι•

    журавли -ят οι γερανοί πετούν•

    самолёт -ит το αεροπλάνο πετά.

    2. μτφ. διαδίδομαι, διαχέομαι., αντηχώ•

    звуки -ли в даль οι ήχοι αντηχούσαν μακριά•

    искры -ли ливнем οι σπίθες πετιούνταν άφθονες.

    3. πέφτω•

    лететь со стула πέφτω από το κάθισμα•

    -ли снежные хлопья έπεφταν χιονονιφάδες.

    4. τρέχω με μεγάλη ταχύτητα.
    5. μτφ. περνώ, φεύγω γρήγορα•

    время -ит ο καιρός περνά γρήγορα.

    6. μτφ. γυρίζω, περιστρέφομαι, πηγαίνω (για σκέψη, ψυχή κ.τ.τ.).
    7. μτφ. ελαττώνομαι, μειώνομαι (για αξία, τιμή)•

    акции -ят οι μετοχές πέφτουν.

    Большой русско-греческий словарь > лететь

  • 7 промчать

    ρ.σ.
    1. μεταφέρω με μεγάλη ταχύτητα.
    2. περνώ με μεγάλη ταχύτητα, καλπάζοντας.
    περνώ με μεγάλη ταχύτητα, καλπάζω. || διανύω, τρέχω γρήγορα..
    (για χρόνο) περνώ γρήγορα.

    Большой русско-греческий словарь > промчать

  • 8 нестись

    нес||тись
    несов
    1. (мчаться) τρέχω/ φεύγω μέ μεγάλη ταχύτητα (о машине и т. п.):
    \нестись мимо περνῶ δίπλα· облака \нестисьу́тся τά σύννεφα τρέχουν
    2. (распространяться) ἀκούγομαι, ἀντηχῶ, ἀντιλαλώ/ διαδίδομαι (о звуке, запахе, слухах и т. п.):
    \нестисьу́тся песни ἀκούγονται τραγούδια·
    3. (о птицах \нестись класть яйца) ὠοτοκώ, γεννώ αὐγά.

    Русско-новогреческий словарь > нестись

  • 9 скакать

    скак||а́ть
    несов
    1. πηδώ, τρέχω κουτσό·
    2. (на коне) καλπάζω:
    \скакать во весь дух καλπάζω μέ μεγάλη ταχύτητα.

    Русско-новогреческий словарь > скакать

См. также в других словарях:

  • μαρσάρω — (σχετικά με αυτοκίνητο) πατώ απότομα και επίμονα γκάζι, τρέχω με μεγάλη ταχύτητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. march er «προχωρώ, βαδίζω» + κατάλ. άρω (πρβλ. καμουφλάρω, σκορ άρω)] …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… …   Dictionary of Greek

  • ταχύς — εία, ύ / ταχύς, εῑα, ύ, ΝΜΑ, συγκριτ. ταχύτερος, η, ο, υπερθ. ταχύτατος, η, ο και τάχιστος, η, ο, Ν, και συγκριτ. ταχύτερος, έρα, ον και ταχίων, τάχιον, και θάσσον, θᾱσσον, και υπερθ. ταχύτατος, άτη, ον και τάχιστος, ίστη, ον, ΜΑ, και αττ. τ.… …   Dictionary of Greek

  • δρόμος — ο (AM δρόμος) 1. (για έμψυχα) τρέξιμο, τρεχάλα 2. (για ουράνια σώματα ή σύννεφα) κίνηση, περιφορά, τροχιά 3. η ταχύτητα με την οποία διανύεται ένα διάστημα («ο δρόμος τού πλοίου μετριέται με δρομόμετρο») 4. η απόσταση που μπορεί κανείς να… …   Dictionary of Greek

  • θέμα — I Το μέρος της λέξης που απομένει μετά την αφαίρεση της κατάληξής της. Είναι αμετάβλητο κατά την κλίση και φορέας της βασικής έννοιας της λέξης. Έτσι, στις λέξεις ουρανός, ταχύτητα, τρέχω, εκείνος, τα θ. είναι αντίστοιχα ουραν , ταχυτητ , τρεχ ,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»